Παραγωγή στο “Blade of the Ruined King” και ενορχήστρωση στο “Mortal Reminder”
Συντονιστής παραγωγής
Υπεύθυνος παραγωγής, τεχνικός ήχου
Παραγωγή, μιξάζ και φωνητικά στο "The Hex Core mk-2"
Ενορχήστρωση στο “Blade of the Ruined King”
Ηλεκτρικό μπάσο
Πρώτη κιθάρα
Πλήκτρα, πιάνο
Φωνητικά στα "Cull," "Mortal Reminder", "The Bloodthirster", "Dead Man’s Plate" και "Frozen Heart"
Ορχήστρα και χορωδία στο “Blade of the Ruined King” και έγχορδα στο “Mortal Reminder”
Παραγωγή, ντραμς, δεύτερη κιθάρα, πρώτη κιθάρα, ακουστική κιθάρα και συνθεσάιζερ
Φωνητικά στα "Tear of the Goddess" και "Frozen Heart"
Φωνητικά στα "Infinity Edge" και "Rapid Firecannon"
Ντραμς, δεύτερη κιθάρα, ακουστική κιθάρα, πρώτη κιθάρα και συνθεσάιζερ
Παραγωγή και μιξάζ στο "The Hex Core mk-2", συνθεσάιζερ στο “The Bloodthirster”
Ηχογράφηση και ηχοληψία ντραμς
Ντραμς στο "The Hex Core mk-2"
Καλλιτεχνική διεύθυνση, παραγωγή
Όλη η μουσική και οι στίχοι γράφτηκαν από τους Pentakill.
Ηχοληψία και παραγωγή από τη Riot Games στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια και στο Λονδίνο, ΗΒ.
Μιξάζ και mastering από τον Jacob Hansen.
Όταν πέφτει η νύχτα στο βορινό άκρο του Φρέλιορντ και οι πολεμιστές μαζεύονται γύρω από τη θαλπωρή της εστίας, πολλές φορές διηγούνται την ιστορία μιας θανάσιμης νυχτιάς στον πάγο και την απελευθέρωση μιας φονικής οργής. Είναι μια ιστορία που κανείς δεν τολμά να αφηγηθεί με υψωμένη τη φωνή, παρά μόνο με διστακτικούς, σχεδόν φοβισμένους ψίθυρους. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι πρόκειται μόνο για ένα ευφάνταστο παραμύθι που επινοήθηκε για να τρομάξει τα νεαρά μέλη της φυλής, ενώ άλλοι ισχυρίζονται ότι η αφήγηση του θρύλου μπορεί να προκαλέσει την επιστροφή εκείνων των μεταλλικών πολεμιστών από την περιοδεία τους στο υπερπέραν. Κανείς που έζησε εκείνη τη φρικτή νύχτα δεν έχει μείνει στη ζωή, αλλά μερικές φορές κάποιος από τους παραμυθάδες της φυλής μαζεύει το κουράγιο του και διηγείται την ιστορία ενός αφιονισμένου πολεμιστή που θέρισε άπειρες ψυχές με το τσεκούρι του. Ακόμη και τα αδέρφια του δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν την οργή του. Τελικά, κατάφεραν να βάλουν ένα τέλος στη μανία του θάβοντας τον μεταλλικό γίγαντα κάτω από ένα τεράστιο βουνό.
Υπάρχουν πολλές διαφορετικές εκδοχές για την άφιξη της Κέιλ στη Γη των Ρούνων. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι έφτασε επάνω σε έναν πύρινο κομήτη που έσκισε τον ουρανό, ενώ άλλοι επιμένουν ότι ήρθε στον κόσμο μας καβάλα επάνω σε έναν λαμπερό δράκο με σώμα ευλύγιστο, σαν του φιδιού. Αυτές είναι δύο μόνο από τις παραλλαγές του θρύλου της Κέιλ που ζει πλέον ανάμεσα στους θνητούς. Ήταν μια θεά του πολέμου, μια επιβλητική, λαμπερή παρουσία, ντυμένη με ολόχρυση πανοπλία από την κορυφή μέχρι τα νύχια, που αναζητούσε συμμάχους για να πολεμήσουν στο πλευρό της σε έναν επικό πόλεμο ενάντια στις ορδές της άπιστης αδερφής της. Δεν υπήρχαν άλλοι μαχητές στον πλανήτη Γη που να γνώριζαν της μάχης τις μελωδίες, για αυτό ταξίδεψε στη Γη των Ρούνων όπου ηχούσαν ακόμα του μέταλ οι συμφωνίες.
Τόσο αιθέρια ήταν η θεϊκή της ομιλία που κανείς δεν μπορούσε να την αντιληφθεί. Έτσι, αναγκάστηκε να κάνει τη θέλησή της γνωστή με μεγαλειώδεις όπερες συμφωνικού μέταλ που αφηγούνται τη θλιβερή της ιστορία. Η απύθμενη λύπη κάθε άριας μάτωνε τις καρδιές όσων την άκουγαν. Το ακροατήριό της ένιωθε τόσο έντονα τη μελαγχολία της που πολλοί έπεφταν νεκροί μόλις τελείωνε το τραγούδι της. Ευτυχώς, κάθε της τραγούδι είχε πολύωρη διάρκεια, άρα είχαν αρκετό χρόνο στη διάθεσή τους για να τακτοποιήσουν όλες τις εκκρεμότητές τους, προτού τους πάρει ο Χάρος. Όμως, παρά τον σπαραγμό που προκαλούσαν οι στίχοι της, το κοινό της δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει πραγματικά το βάθος του θρήνου της. Κανείς δεν μπορούσε να κατανοήσει τη θλιβερή της ύπαρξη, χωρίς να πεθάνει αμέσως.
Μετά το καταστροφικό φινάλε της τελευταίας τους παράστασης, όταν ο Μορντεκάιζερ εξολόθρευσε εντελώς το κοινό που τους παρακολούθησε στο Φρέλιορντ, ο Κάρθους έδωσε στον Όλαφ τη μοιραία εντολή να παίξει στα τύμπανά του τον «Ρυθμό που ανοίγει τη Γη», ο οποίος τράνταξε συθέμελα το έδαφος και γκρέμισε την υψηλότερη κορυφή της παγωμένης αυτής χώρας στο κεφάλι του Μορντεκάιζερ. Καθώς ο τεράστιος όγκος του βουνού άρχισε να καταρρέει, τα μέλη του συγκροτήματος σκόρπισαν στα πέρατα της Γης των Ρούνων, για να δραπετεύσουν από την οργή των Βασιλισσών του Φρέλιορντ και τις αδυσώπητες βεντέτες που θα ακολουθούσαν.
Ο Κάρθους αναζήτησε καταφύγιο στο Μπιλτζγουότερ, όπου έβγαζε το ψωμί του ψέλνοντας μοιρολόγια στις κηδείες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να βελτιωθεί η υγεία όλων των κατοίκων του Μπιλτζγουότερ, γιατί προτιμούσαν να κόψουν τις κακές συνήθειες και να φροντίσουν τους εαυτούς τους, παρά να περάσουν ξανά τέτοιο μαρτύριο. Τότε ο Κάρθους δοκίμασε την τύχη του σε διάφορα καταγώγια και τραγουδούσε τα μοιρολόγια του στις αγρυπνίες των δολοφονημένων πειρατών. Άλλωστε, όλοι γνωρίζουν ότι τα θλιβερά μοιρολόγια είναι προτιμότερα από τα κεφάτα τραγούδια των θαλασσινών. Το μέλλον έδειχνε ζοφερό, καθώς ο Κάρθους άρχισε να παραδίδεται σιγά-σιγά στην τρέλα και την αφάνεια. Μέχρι που η ολόλαμπρη μορφή της Κέιλ έκανε την εμφάνισή της στο Μπιλτζγουότερ.
Ταυτίστηκε αμέσως με την απόγνωση των στίχων του και συνειδητοποίησε ότι μόνο ο Κάρθους μπορούσε να κατανοήσει τη δική της θλίψη. Ακολούθησε ένας επικός διαγωνισμός θρηνωδίας, μια βραδιά κραιπάλης, γοτθικής ποίησης και μελωδικής όπερας που έκανε τους κατοίκους της Αποβάθρας του Θανάτου να τρέχουν να βουτήξουν στα σκοτεινά νερά του ωκεανού, καθώς ο θάνατος στα δόντια των θαλάσσιων τεράτων ήταν σαφώς προτιμότερος από τα ανείπωτα καταθλιπτικά ντουέτα τους. Μετά από αυτό το αξέχαστο βράδυ, ο Κάρθους και η Κέιλ πήραν τον Όρκο του Τραγουδιστή και δεσμεύτηκαν ότι θα επιστρέψουν καλύτεροι από ποτέ. Άλλωστε, ο θρήνος που μοιράζεται είναι προτιμότερος από τον μοναχικό θρήνο.
Η καμπουριαστή, κουκουλοφορεμένη φιγούρα του Γιόρικ τράβηξε προς τα νότια, αφήνοντας πίσω της το χάος του Φρέλιορντ. Αργά, αλλά σταθερά, τα βήματά του τον οδήγησαν στις κάτασπρες ερήμους της Σουρίμα, ένα βασίλειο αρχαίο όσο και ο ανελέητος ήλιος. Ο Γιόρικ δεν τα πήγαινε καλά με το φως του ήλιου, γιατί συνήθως προσπαθούσε να κρυφτεί από αυτό, ώστε να μη βλέπει ο κόσμος το φρικιαστικό του πρόσωπο. Ένα πρόσωπο που δεν άντεχε να βλέπει ούτε η μητέρα του. Αποφάσισε να βρει δουλειά στις ανασκαφές των τάφων των αρχαίων αυτοκρατόρων της Σουρίμα, γιατί με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να περάσει την ημέρα του στο φιλόξενο σκοτάδι στα έγκατα της γης, κάτι που εκτιμούσαν ιδιαίτερα τα υπόλοιπα μέλη του συνεργείου.
Όμως το μαγικό, γλυκό του μπάσο ήταν το ιδανικό εργαλείο για να θρυμματιστούν οι μαλακοί βράχοι της Σουρίμα. Ωστόσο, οι χαμηλές του νότες έκαναν πολλές φορές την άμμο να λιώνει, με αποτέλεσμα να θαφτούν ζωντανοί πολλοί από τους εργάτες που δούλευαν στις ανασκαφές των τάφων. Για πολλές από αυτές τις δυστυχισμένες ψυχές, ο πνιγμός μέσα στην άμμο ήταν προτιμότερος από τις ατελείωτες συζητήσεις με ένα άτομο που έκανε ακόμα και τις πέτρες να βαριούνται. Αφού εκδιώχθηκε από όλους τους χώρους ανασκαφών σε όλη τη Σουρίμα, ο Γιόρικ άρχισε να αναπολεί όλους αυτούς τους μήνες που πέρασε στα έγκατα της γης, παρέα με νεκρούς αριστοκράτες, μέχρι που αποφάσισε ότι ήθελε κι αυτός να θαφτεί στην έρημο για πάντα.
Έσκαψε βαθιά στο πετρώδες έδαφος και έχτισε το δικό του σκιερό μαυσωλείο, μια ανήλιαγη ταφική αίθουσα, όπου θα μπορούσε να απολαύσει το πέρασμα των αιώνων σε υπέροχη απομόνωση. Έτσι, ο Γιόρικ κοιμήθηκε κάτω από την έρημο, μέχρι που ο Κάρθους και η Κέιλ παραβίασαν τον τάφο του. Ο Γιόρικ είχε την εντύπωση ότι είχαν περάσει αιώνες και ότι όλοι όσοι ήθελαν να πεθάνει δεν ζούσαν πια και οι ίδιοι. Οι δύο τραγουδιστές αποφάσισαν να μην του αποκαλύψουν την αλήθεια, για να τον πείσουν να έρθει μαζί τους.
Ο ενταφιασμός του Μορντεκάιζερ κάτω από το υψηλότερο βουνό του Φρέλιορντ είχε ανάψει τη σπίθα της έμπνευσης για τη Σόνα. Ενώ τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος είχαν σκορπιστεί στα μήκη και στα πλάτη της Γης των Ρούνων μέσα στην απόγνωσή τους, η Σόνα είχε καταληφθεί από την άσβεστη επιθυμία να δημιουργήσει φιλόδοξες, μελωδικές, συμφωνικές ροκ όπερες. Περιηγήθηκε στους μεγαλύτερους ναούς του κόσμου (και όχι μόνο), αλλά πουθενά δεν βρήκε την ακουστική που θα ικανοποιούσε τη δίψα της για κοσμική αντήχηση. Τώρα που δεν μπορούσε πλέον να συνθέσει τη μουσική της στους μεγάλους ναούς των παγετώνων του Φρέλιορντ, η Σόνα αποφάσισε να μπαρκάρει στο πλοίο Πείνα του Ερπετού και να οδηγήσει το καταδικασμένο πλήρωμα σε ένα αρχιπέλαγος με ηφαιστειογενή νησιά, στα ανατολικά του Μπιλτζγουότερ.
Εκεί, η Σόνα έστησε τα πλήκτρα της και άρχισε να διαμορφώνει τα νησιά με τη δύναμη της μουσικής της. Μη μπορώντας να αντέξει το μεγαλείο της παράστασής της, το πλήρωμα άνοιξε πανιά και έφυγε πανικόβλητο. Η Σόνα συνέχισε να παίζει τις νότες της δημιουργίας και να ανασύρει ηφαιστειογενή νησιά από τα βάθη της θάλασσας, ενώ η λάβα που έπεφτε σαν βροχή σχημάτισε γιγάντιους αυλούς που έκαναν τη μουσική της να αντηχεί ακόμη πιο δυνατά. Τόσο ισχυρές ήταν οι νότες της που κατάφεραν να φτάσουν σε άλλους κόσμους και να βυθίσουν ολόκληρες ηπείρους (λέγεται, μάλιστα, ότι αναγκάστηκε να ακυρώσει μια συναυλία στην Ατλαντίδα). Με το αδιανόητο κρεσέντο της μουσικής της, η Σόνα έκανε όλα τα ηφαίστεια γύρω της να εκραγούν ταυτόχρονα και να χαράξουν τον ουρανό με την ασίγαστη φωτιά που καίει στα έγκατα του πλανήτη. Όμως και πάλι ένιωθε ότι κάτι έλειπε από την ερμηνεία της. Δεν ήταν η ίδια χωρίς τα δαιμονικά ουρλιαχτά της απόκοσμης κιθάρας, τη σεισμική δόνηση των τυμπάνων και τον κεραυνό του μπάσου.
Παρόλο που το ήθελε με κάθε ίνα της ύπαρξής του, ο Όλαφ δεν έμεινε για να θαφτεί κι αυτός κάτω από το βουνό που σκέπασε τον Μορντεκάιζερ. Τώρα που ο Γιόρικ είχε τραβήξει νότια, ο Όλαφ δεν είχε πια έναν αντάξιο σύντροφο για να πίνει μαζί του. Απαρηγόρητος που ήταν ακόμα ζωντανός, παρόλο που ήταν σίγουρος ότι είχε δώσει την τελευταία του παράσταση, ο Όλαφ στράφηκε αμέσως στο πιο θανατηφόρο αλκοόλ της Γης των Ρούνων σε μια προσπάθεια να φύγει επιτέλους από τη ζωή. Στα ταξίδια του γνώρισε έναν νέο σύντροφο, τον Γκράγκας και οι δυο τους έφτασαν μαζί στα βάθη του Ζάουν. Εκεί, ο Όλαφ συνέχισε να κατεβάζει το ένα τοξικό κοκτέιλ μετά το άλλο, αναπολώντας τις ημέρες της δόξας του και προκαλώντας χημικά ενισχυμένους μπράβους να τα βάλουν μαζί του.
Σύντομα, ο Όλαφ ανακάλυψε ότι στο Ζάουν υπήρχε μεγάλη ζήτηση για τα βίαια ταλέντα του και κάποια στιγμή βρέθηκε αναμεμιγμένος σε παράνομα κυκλώματα γκολεμομαχιών. Ατρόμητος απέναντι στα τρομερά γκόλεμ, ο Όλαφ διαπίστωσε ότι, χάρη στο φυσικό του ταλέντο στα ντραμς, μπορούσε να τσακίσει με γυμνά χέρια ακόμα και αυτούς τους γίγαντες της χημικοτεχνικής. Συνέχισε να αναζητά τους πιο θανάσιμους αντιπάλους για να παλέψει, μέχρι που βρέθηκε αντιμέτωπος με το μεταλλικό σφυρί του Ντράγκο, ενός από τα πιο θανάσιμα δημιουργήματα του Βίκτορ. Τη στιγμή που ο αντίπαλός του ήταν έτοιμος να του δώσει το τελειωτικό χτύπημα, ένα διαπεραστικό ουρλιαχτό έκανε θρύψαλα την κρυστάλλινη σφαίρα που προστάτευε τον μεταμοσχευμένο εγκέφαλό του. Ο Όλαφ έβγαλε έναν οργισμένο βρυχηθμό και σηκώθηκε όρθιος, έτοιμος να τσακίσει αυτόν που του είχε στερήσει για άλλη μια φορά τον θάνατο που τόσο αποζητούσε. Βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο (ή μάλλον κρανίο) με τον τραγουδιστή της παλιάς του μπάντας.
Όταν ένα βουνό έπεσε και πλάκωσε τον Μορντεκάιζερ, αυτός το εξέλαβε ως οιωνό από τους Θεούς του Μέταλ ότι είχε πετύχει πλέον στη δαιμονική αποστολή του να διαδώσει παντού τη δόξα του μέταλ. Είχε κατακτήσει πλέον την κορυφή του απόλυτου μέταλ. Οι ασταμάτητες συγχορδίες του είχαν θρυμματίσει τη συνεκτική δομή του κόσμου σε τέτοιο βαθμό που το ίδιο το σύμπαν τον είχε τιμωρήσει ρίχνοντας επάνω του ένα βουνό. Ήταν ένας ένδοξος θάνατος για τον αρχιερέα του μέταλ.
Όμως ο Μορντεκάιζερ γνώριζε ότι θα γεννηθεί ξανά. Θα αναδυόταν από τα φλεγόμενα συντρίμμια της γκρεμισμένης βουνοκορφής, γιατί ήταν ο αιώνιος βασιλιάς του μέταλ. Όμως, με το πέρασμα του χρόνου, η αναμονή του μετατράπηκε σε λήθαργο. Το βουνό που τον είχε καταπλακώσει ήταν μια επιβλητική κορυφή από μαύρο μέταλλο και καταραμένη πέτρα και κανείς δεν ήθελε να το πλησιάσει. Στο υψηλότερο σημείο του, πρόβαλλε η γυαλιστερή, κατάμαυρη λαβή ενός δαιμονικού τσεκουριού. Αυτό το καταραμένο μέρος πλαισιώθηκε από αμέτρητους θρύλους, οι οποίοι προοιώνιζαν ότι, όποιος τραβούσε το τσεκούρι από την πέτρα, θα γινόταν ο προπομπός μιας νέας εποχής του μέταλ.
Όταν το βουνό διαλύθηκε γύρω του, ο ασταμάτητος θεός του ροκ φανερώθηκε ξανά. Ο Μορντεκάιζερ σηκώθηκε όρθιος, έτοιμος να συγχαρεί τον γίγαντα που είχε τραβήξει το τσεκούρι από τον βράχο. Όμως μπροστά του δεν αντίκρισε κάποιον ήρωα, αλλά τα μέλη της παλιάς του μπάντας, μαζί με μια φλεγόμενη Βαλκυρία από το υπερπέραν. Ο Κάρθους τού έδωσε το τσεκούρι του. Οι κοφτερές χορδές του έτρεμαν με προσμονή.
Όταν ένα βουνό έπεσε και πλάκωσε τον Μορντεκάιζερ, αυτός το εξέλαβε ως οιωνό από τους Θεούς του Μέταλ ότι είχε πετύχει πλέον στη δαιμονική αποστολή του να διαδώσει παντού τη δόξα του μέταλ. Είχε κατακτήσει πλέον την κορυφή του απόλυτου μέταλ. Γνώριζε ότι μια μέρα θα αναγεννιόταν, αλλά με το πέρασμα του χρόνου, η αναμονή του μετατράπηκε σε λήθαργο. Το βουνό που τον είχε καταπλακώσει ήταν μια επιβλητική κορυφή από μαύρο μέταλλο και καταραμένη πέτρα. Στο υψηλότερη σημείο του, πρόβαλλε η γυαλιστερή, κατάμαυρη λαβή ενός δαιμονικού τσεκουριού. Αυτό το καταραμένο μέρος πλαισιώθηκε από αμέτρητους θρύλους, οι οποίοι προοιώνιζαν ότι, όποιος τραβούσε το τσεκούρι από την πέτρα, θα γινόταν ο προπομπός μιας νέας εποχής του μέταλ.
Ο Κάρθους ξεκίνησε τη σόλο καριέρα του στο Μπιλτζγουότερ, τραγουδώντας μοιρολόγια σε κηδείες για ένα ξεροκόμματο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να βελτιωθεί η υγεία όλων των κατοίκων του Μπιλτζγουότερ, γιατί προτιμούσαν να κόψουν τις κακές συνήθειες και να φροντίσουν τους εαυτούς τους, παρά να περάσουν ξανά τέτοιο μαρτύριο. Τότε ο Κάρθους δοκίμασε την τύχη του σε διάφορα καταγώγια και τραγουδούσε τα μοιρολόγια στις αγρυπνίες των δολοφονημένων πειρατών. Άλλωστε, όλοι γνωρίζουν ότι τα θλιβερά μοιρολόγια είναι προτιμότερα από τα κεφάτα τραγούδια των θαλασσινών.
Ο Γιόρικ αποφάσισε να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό και έκλεισε τις διακοπές του στις κάτασπρες ερήμους της Σουρίμα που μαστίγωνε ανελέητα ο ήλιος. Δεν τα πήγαινε καλά με το φως του ήλιου, γιατί συνήθως προσπαθούσε να κρυφτεί από αυτό, ώστε να μη βλέπει ο κόσμος το φρικιαστικό του πρόσωπο. Ένα πρόσωπο που δεν άντεχε να βλέπει ούτε η μητέρα του. Όμως το μαγικό, γλυκό του μπάσο ήταν το ιδανικό εργαλείο για να θρυμματιστούν οι μαλακοί βράχοι της Σουρίμα. Ωστόσο, οι χαμηλές του νότες έκαναν πολλές φορές την άμμο να λιώνει, με αποτέλεσμα να θαφτούν ζωντανοί πολλοί από τους εργάτες που δούλευαν στις ανασκαφές των τάφων. Για πολλές από αυτές τις δυστυχισμένες ψυχές, ο πνιγμός μέσα στην άμμο ήταν προτιμότερος από το να αναγκάζονται να ακούν μια μουσική που την βαριόντουσαν ακόμα κι οι πέτρες.
Η Σόνα ήθελε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο να δημιουργήσει συμφωνικές ροκ όπερες και να περιηγηθεί στους μεγαλύτερους ναούς του κόσμου (και όχι μόνο), αλλά πουθενά δεν βρήκε την ακουστική που θα ικανοποιούσε τη δίψα της για κοσμική αντήχηση. Η Σόνα αποφάσισε να μπαρκάρει στο πλοίο Πείνα του Ερπετού και να οδηγήσει το καταδικασμένο πλήρωμα σε ένα αρχιπέλαγος με ηφαιστειογενή νησιά, τα οποία άρχισε να διαμορφώνει με τη δύναμη της μουσικής της. Και εκεί αποφάσισε να αφήσει ελεύθερη τη μουσική της δημιουργίας. Τόσο ισχυρές ήταν οι νότες της που κατάφεραν να φτάσουν σε άλλους κόσμους και να βυθίσουν ολόκληρες ηπείρους (λέγεται, μάλιστα, ότι αναγκάστηκε να ακυρώσει μια συναυλία στην Ατλαντίδα).
Μετά την τελευταία του παράσταση, ο Όλαφ ήταν ακόμα ζωντανός, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του. Στράφηκε αμέσως στο πιο θανατηφόρο αλκοόλ της Γης των Ρούνων σε μια προσπάθεια θα φύγει επιτέλους από τη ζωή. Ο δρόμος αυτός τον οδήγησε στα βάθη του Ζάουν, καταπίνοντας το ένα τοξικό κοκτέιλ μετά το άλλο, αναπολώντας τις ημέρες της δόξας του και προκαλώντας χημικά ενισχυμένους μπράβους να τα βάλουν μαζί του. Σύντομα, ο Όλαφ βρέθηκε αναμεμιγμένος σε παράνομα κυκλώματα γκολεμομαχιών. Ο Όλαφ διαπίστωσε ότι, χάρη στο φυσικό του ταλέντο στα ντραμς, μπορούσε να τσακίσει με γυμνά χέρια ακόμα και αυτούς τους γίγαντες της χημικοτεχνικής.
Η Κέιλ ήταν μια λαμπερή θεά του πολέμου από έναν βασανισμένο κόσμο που κατέφτασε στη Γη των Ρούνων καβάλα σε έναν αστραφτερό, ερπετόμορφο δράκο. Αναζητά συμμάχους που θα πολεμήσουν στο πλευρό της σε έναν επικό πόλεμο ενάντια στις ορδές της άπιστης αδερφής της. Δεν υπήρχαν άλλοι μαχητές στον πλανήτη Γη που να γνώριζαν της μάχης τις μελωδίες, για αυτό ταξίδεψε στη Γη των Ρούνων όπου ηχούσαν ακόμα του μέταλ οι συμφωνίες. Κάνει τη θέλησή της γνωστή με μεγαλειώδεις όπερες συμφωνικού μέταλ και η απύθμενη θλίψη κάθε άριας ματώνει τις καρδιές όσων την ακούν. Κυριολεκτικά.
Νοξτόρα, Quadrakill
Τρέλα του Τάφνελ, Ζωντανός Βράχος, Κατάρα του Μέρλιν
Μάγισσα του Πάγου, Φύλακες των Πάγων
Άδυτα του Άδη, Τιτανομαχία, Νέα Τραγωδία
Χαμός του Φεγγαριού, Βασιλιάς της Καταστροφής
Οι Κόρες του Χάρου, Νεκρική Ακαμψία, Οι Νεκροί της Λίμνης
Μαινόμενη Καταστροφή, Κακό Φεγγάρι Ανατέλλει
Πατούσες του Θανάτου
Ρωτήσαμε τους Pentakill ποια θέλουν να είναι η τιμή πώλησης του νέου τους δίσκου, αλλά ο μόνος αριθμός που μας έδωσαν ήταν αυτός του Κτήνους. Για αυτό, αποφασίσαμε να σας προσφέρουμε δωρεάν το Grasp of the Undying, αν το κατεβάσετε από τον ιστότοπό μας (διαθέσιμο και σε streaming με τους εξής τρόπους).
Λήψη MP3